- ἡμίβροχος
- ἡμί-βροχος, ον,A = ἡμιβρεχής, Thphr.HP3.1.6, 8.6.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημίβροχος — ἡμίβροχος, ον (Α) βλ. ημιβραχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + βροχος (< βροχή ή βρέχω), πρβλ. αδιά βροχος, αλί βροχος] … Dictionary of Greek
ἡμιβρόχοις — ἡμίβροχος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek